φιλογεωμέτρης

φιλογεωμέτρης
φιλογεωμέτρης
fond of geometry
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλογεωμέτρης — ὁ, Α αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με τη γεωμετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γεωμέτρης] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • φιλογεωμετρία — ἡ, Α [φιλογεωμέτρης] η αγάπη για την γεωμετρία, η συχνή ενασχόληση με τη γεωμετρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”